- πρωτοκαπετάνιος
- και πρωτοκαπετάνος, ο, Ν1. ναυτ. ο πρώτος στην ιεραρχική τάξη καπετάνιος, πλοίαρχος2. ο αναγνωρισμένης ικανότητας και υπεροχής κυβερνήτης πλοίου3. (κυρίως κατά την τουρκοκρατία) ο αρχηγός τών καπετανέων ή ο καλύτερος μεταξύ τών οπλαρχηγών.
Dictionary of Greek. 2013.